δημίων

δημίων
δήμιος
belonging to the people
fem gen pl
δήμιος
belonging to the people
masc/neut gen pl
δήμιος
belonging to the people
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • θεόδουλος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο από δημίων. Ο Θ. και ο Θεότιμος ήταν δήμιοι των χριστιανών, οι οποίοι αργότερα ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου. 2. Θ. ο Κύπριος. Ασκητής από την Κύπρο. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γενοβέφα της Βραβάντης — (Geneviève de Brabant). Μυθολογική ηρωίδα λαϊκού θρύλου του Μεσαίωνα, ο οποίος διαδόθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρώτη αφήγησή του υπάρχει στο έργο του Ι. Βαράτσε Χρυσός θρύλος (13ος αι.), τον οποίο αργότερα διαμόρφωσε ο καλόγερος Μαθίας… …   Dictionary of Greek

  • Οστρόβσκι, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — (Aleksandr Nikolayevich Ostrovsky, Μόσχα 1823 – Στσελύκοβο, Κοστρόμα 1886). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ζαμοσκβορέτσιε, τη συνοικία της παλιάς Μόσχας, όπου κατοικούσαν οι έμποροι, ένα περιβάλλον που γνώρισε κατά βάθος, όταν, αφού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”